- δαύω
- δαύω (Α)κοιμάμαι.[ΕΤΥΜΟΛ. Οι υποθέσεις που έχουν διατυπωθεί για την αρχική προέλευση τού ρ. δαύω δεν είναι ευρύτερα αποδεκτές. Συνδέθηκε με το ρ. ιαύω «κοιμάμαι» και κυρίως αύω (=ιαύω, στον επικό Νίκανδρο) λόγω της μορφολογικής τους ομοιότητας. Υπετέθη δηλ. ότι το δαύοις (στη Σαπφώ) είναι λανθασμένη γραφή τού δ' αύοις, η οποία μέσω του Ησυχίου και τού Λυκόφρονος διαδόθηκε περαιτέρω. Η υπόθεση ότι το -δ- τού δαύω προέρχεται από ένα συνώνυμο ρήμα, πιθ. το ομηρικό έδραθον, καθώς και η σύνδεση με αρχ. ινδ. došā, αβεστ. daoša, δεν είναι πειστικές].
Dictionary of Greek. 2013.